υπερδιεγερσιμότητα

υπερδιεγερσιμότητα
η, Ν
ιατρ. παθολογικά αυξημένη νευρο-μυϊκή διεγερσιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + διεγερσιμότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερδιεγερσιμότητα — η η κατάσταση του νευρικού συστήματος, όταν αυτό διεγείρεται υπερβολικά από εξωτερικούς ερεθισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπασμοφιλία — η, Ν ιατρ. προδιάθεση για σπασμούς, νευρική υπερδιεγερσιμότητα, άλλοτε λανθάνουσα και άλλοτε εκδηλούμενη με λιποθυμίες, με παραισθήσεις και ζωηρά οστεοτενόντια αντανακλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spasmophilia (< σπασμός + φιλία …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”